- ταξινομώ
- ταξινομώ, ταξινόμησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ταξινομώ — ταξινόμησα, ταξινομήθηκα, ταξινομημένος, τοποθετώ με ορισμένο σύστημα, ταχτοποιώ, κατατάσσω: Ταξινομώ τα γραμματόσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξινομώ — Ν 1. θέτω κατά προδιαγεγραμμένη τάξη, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα, κατατάσσω σε ορισμένη σειρά 2. τακτοποιώ, διευθετώ 3. (κυρίως σε ταχυδρομείο) είμαι ταξινόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + νομώ (< νόμος < νόμος), πρβλ. κληρο νομώ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
ταξινόμηση — Όρος ενδεικτικός της εργασίας και του αποτελέσματος της κατάταξης (ονοματολογία, συγκρότηση ομάδων, κλπ.), περισσότερων του ενός πραγμάτων. Ο σκοπός της κατάταξης αυτής είναι ο καθορισμός, όσο είναι δυνατόν, των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek
αταξινόμητος — η, ο αυτός που δεν έχει ταξινομηθεί, που δεν έχει καταταχθεί με ορισμένη τάξη ή σε ορισμένο σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταξινομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ηρ. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
βαθμονομώ — καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τούς αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + νομώ( έω) < νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
διανέμω — (AM διανέμω) [νέμω] 1. μοιράζω, διανέμω, κατανέμω 2. επιδίδω, δίνω στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια κ.λπ.) αρχ. 1. παρέχω κατ αναλογίαν 2. διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα 3. ταξινομώ, τακτοποιώ … Dictionary of Greek
διαριθμώ — (AM διαριθμῶ, έω) μετράω πλήθος πραγμάτων ένα προς ένα αρχ. ταξινομώ μετά την αρίθμηση … Dictionary of Greek
διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές … Dictionary of Greek
ιεραρχώ — (ΑΜ ἱεραρχῶ, έω) [ιεράρχης] εκτελώ καθήκοντα ιεράρχη νεοελλ. ταξινομώ όντα, φαινόμενα ή ιδέες με βάση τη σπουδαιότητα τους ή άλλο κριτήριο αρχ. είμαι ο θρησκευτικός αρχηγός, ο πνευματικός ηγέτης … Dictionary of Greek
κατατάσσω — (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω) 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ 2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ 3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση νεοελλ. (για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω… … Dictionary of Greek